ΝΕΑ

Διαβήτης και σεξ: Ένας στους δύο άντρες με στυτική δυσλειτουργία – Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο

Έναν στους τρεις έως έναν στους δύο άνδρες με Σακχαρώδη Διαβήτη προσβάλλει η στυτική δυσλειτουργία – Ανησυχητικά τα ευρήματα – Ο ρόλος της τεστοστερόνης – Ποιοι κινδυνεύουν πιο πολύ από την ύπουλη επιπλοκή – Τι την προκαλεί.

Γράφει ο Νίκος Ιωακειμίδης

Είναι γνωστό μέσα από αρκετές μελέτες τα τελευταία χρόνια ότι οι διαβητικοί ασθενείς οι οποίοι ρυθμίζονται μόνο με δίαιτα παρουσιάζουν μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν στυτική δυσλειτουργία, σε σχέση με εκείνους που έχουν ανάγκη, είτε από υπογλυκαιμικά φάρμακα, είτε από ινσουλίνη.

Έχει επίσης αποδειχθεί ότι η εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας στους ασθενείς αυτούς σχετίζεται με την πρόοδο της ηλικίας, με τη διάρκεια της νόσου, με την εμφάνιση επιπλοκών από το διαβήτη καθώς και με τον έλεγχο των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα.

Πρόσφατα παρατηρήθηκε με τη βοήθεια μετρήσεων της ροής στις αρτηρίες του πέους ότι, οι διαβητικοί άνδρες με αυξημένο δείκτη μάζας σώματος έχουν σοβαρότερη διαταραχή στη λειτουργία της στύσης.

Η αγγειοπάθεια και η νευροπάθεια που προκαλούνται από το σακχαρώδη διαβήτη ευθύνονται κυρίως για την εκδήλωση της στυτικής δυσλειτουργίας. Στους διαβητικούς ασθενείς επίσης συνυπάρχει αρτηριακή υπέρταση και διαταραχές στα λιπίδια που επίσης επιδρούν δυσμενώς στις μικρής διαμέτρου αρτηρίες του πέους.

Σημαντικό ρόλο, τέλος, στην εμφάνιση προβλημάτων στη σεξουαλική ζωή των διαβητικών ασθενών παίζουν τα συμπτώματα κατάθλιψης που συχνά παρουσιάζονται σ’ αυτούς τους ασθενείς.

Ποιος είναι ο ρόλος της τεστοστερόνης;

Τα τελευταία χρόνια επισημαίνεται η σημασία της χαμηλής τεστοστερόνης στην επηρεασμένη σεξουαλική δραστηριότητα των διαβητικών ασθενών. Η σχέση της χαμηλής τεστοστερόνης και του διαβήτη μπορεί να μην είναι τόσο εμφανής, ωστόσο οι δύο αυτές παθολογικές καταστάσεις έχουν παράλληλους δρόμους. Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη έχουν διπλάσια πιθανότητα να έχουν χαμηλή τεστοστερόνη συγκριτικά με τα άτομα χωρίς ιστορικό διαβήτη. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η χαμηλή τεστοστερόνη ευθύνεται για το διαβήτη. Είναι πιθανό ότι μεταβολικοί και υγιεινοδιαιτητικοί παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, αυξάνουν παράλληλα και την πιθανότητα παρουσίας χαμηλών επιπέδων τεστοστερόνης.

Στις πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας η μέτρηση της τεστοστερόνης αποτελεί εξέταση «πρώτης γραμμής» τόσο για τη διάγνωση, όσο και για τη διαστρωμάτωση κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα αλλά και την καλύτερη αντιμετώπιση των διαβητικών ασθενών που δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στους αναστολείς της 5-φωσφοδιεστεράσης. Αν αναλογιστεί κανείς ότι τρεις στους τέσσερις διαβητικούς ασθενείς έχουν στυτική δυσλειτουργία και παράλληλα σχετικά χαμηλές τιμές τεστοστερόνης είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο σημαντική είναι η μέτρησή της για την εκτίμηση του κινδύνου και την αποτελεσματικότερη θεραπευτική αντιμετώπιση.

Η στυτική δυσλειτουργία πάντως, συνήθως, δεν αποτελεί πρώιμη επιπλοκή του διαβήτη, αλλά όψιμη -δεδομένου ότι προκαλείται από βλάβες στις αρτηρίες και τα νεύρα.

Γράφει ο Δρ. Νίκος Ιωακειμίδης, Καρδιολόγος Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Παν. Αθηνών στο health.in.gr

Μοιραστείτε το: