ΝΕΑ

Πώς ο θηλασμός προστατεύει τα παιδιά από εμφάνιση Διαβήτη τύπου 1

Το μητρικό γάλα επιδρά προστατευτικά στη μεταβολική υγεία του παιδιού, μειώνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης Διαβήτη τύπου 1.

Δεν είναι μυστικό πως ο θηλασμός έχει πολλές ευεργετικές ιδιότητες στην ανάπτυξη του παιδιού και πως το μητρικό γάλα είναι το πιο κατάλληλο για την υγεία του τους πρώτους μήνες της ζωής του. Τώρα μια ακόμα έρευνα Φιλανδών επιστημόνων επιβεβαιώνει όλα αυτά αφού δείχνει πως το μητρικό γάλα επιδρά προστατευτικά στη μεταβολική υγεία του παιδιού, μειώνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης Διαβήτη τύπου 1.

Ο Διαβήτης τύπου 1 προσβάλλει πάνω από 20 εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο. Πρόκειται για αυτοάνοαση πάθηση στην οποία τα ανοσοκύτταρα επιτίθενται στα βήτα κύτταρα, τα οποία είναι υπεύθυνα για την παραγωγή ινσουλίνης.

Ερευνητές από το Ινστιτούτο Υγείας και Πρόνοιας του Ελσίνκι στην Φινλανδία θέλησαν να εξετάσουν κατά πόσο η πρόσληψη Ω-3 λιπαρών μέσω του θηλασμού μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 1 στα παιδιά.

Έτσι λοιπόν ανέλυσαν ανέλυσαν στοιχεία αφορούσαν συνολικά 7.782 παιδιά ηλικίας από 3 έως 24 μηνών κατά το ξεκίνημα της μελέτης, τα οποία παρακολουθήθηκαν έως την ηλικία των 15 ετών. Τα παιδιά που συμμετείχαν διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 1 λόγω κληρονομικότητας.

Τα αποτελέσματα, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Diabetologia, δείχνουν πως η προστασία από τον διαβήτη τύπου 1 μπορεί να αποδοθεί στην πρόσληψη Ω-3 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων μέσω του μητρικού γάλακτος.

Σε σύγκριση με το γάλα σε σκόνη (επρόκειτο για προϊόν με βάση το γάλα αγελάδος το οποίο επίσης ήταν σημαντική πηγή πρόσληψης λιπαρών οξέων), το μητρικό γάλα φάνηκε να συσχετίζεται με μικρότερες πιθανότητες εκδήλωσης διαβήτη τύπου 1.

«Τα ευρήματά μας υποστηρίζουν τη θεωρία ότι ο θηλασμός ή κάποια συστατικά του μητρικού γάλακτος, συμπεριλαμβανομένων των λιπαρών οξέων, δρουν προστατευτικά, συγκεκριμένα ως προς των πρώιμη ανοσοποίησης κατά τους πρώτους μήνες της ζωής, όταν το ανοσοποιητικό σύστημα ωριμάζει και προγραμματίζεται» σχολιάζει η επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας, Δρ Sari Niinistö.

Πηγή: healthview.gr

Μοιραστείτε το: